- σταιτουργός
- σταιτ-ουργός, ὁ,A one who makes dough of spelt, Ostr.Bodl. iii 334 (misspelt στετ-).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σταιτουργός — ὁ, ἡ Α αυτός που φτειάχνει σταιτήϊα* [ΕΤΥΜΟΛ. < σταῖς, σταιτός «ζυμάρι» + ουργός* (< ἔργον)] … Dictionary of Greek
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek